- παροδεύων
- παροδεύωpass bypres part act masc nom sgπαροδεύωpass bypres part act masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεξαγωγή — ἡ, Α [παρεξάγω] 1. (για αθλητές ή για εχθρό) το να εξέρχεται κανείς και να βαδίζει εναντίον κάποιου («παροδεύων ἅμα τοῑς ἄλλοις παισὶν ἐν παρεξαγωγήῇ ὑπὸ τοῡ θεοῡ ἐκκεκρίσθαι [τὸν Ἀσκληπιόν]», Αρτεμίδ. Δαλδ.) 2. η εξαγωγή, το βγάλσιμο έξω («τῇ… … Dictionary of Greek
ԱՆՑԱՒՈՐ — (ի, աց.) NBH 1 0249 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 8c, 10c, 12c ա.գ. πάροδος, διοδεύων, παροδεύων viator, transiens, permeans Որ անցանէ. իբր Անցորդ. ճանապարհորդ. ուղեւոր. անցւոր, ճամբորդ. ... *Եկն անցաւոր առ այրն մեծատուն … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)